Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπλέκω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεμπλέκω
-
μπλέκω
-
εμπλέκομαι
)
Συνώνυμα
συμμετέχω
ανακατεύομαι
εμπλέκομαι
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
αποσύρομαι
αποστασιοποιούμαι
3
Ορισμός
Να εμπλέκεσαι σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα, συχνά χωρίς να το επιθυμείς.
Να εμπλέκεσαι σε μια περίπλοκη ή δυσάρεστη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Δεν ήθελα να εμπλακώ σε αυτή τη διαμάχη, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.
Οι δύο φίλοι εμπλέχθηκαν σε μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της εταιρείας.
2