1. Λέξη
    εμπλέκω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεμπλέκω - μπλέκω - εμπλέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμμετέχω
    • ανακατεύομαι
    • εμπλέκομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • αποσύρομαι
    • αποστασιοποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να εμπλέκεσαι σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα, συχνά χωρίς να το επιθυμείς.
    • Να εμπλέκεσαι σε μια περίπλοκη ή δυσάρεστη κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν ήθελα να εμπλακώ σε αυτή τη διαμάχη, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.
    • Οι δύο φίλοι εμπλέχθηκαν σε μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της εταιρείας.
    2