Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεμπλέκω (ρήμα) - (παρόμοια:
εμπλέκω
-
ξεμπλέξω
-
μπλέκω
)
Συνώνυμα
ξεμπερδεύω
απαλλάσσομαι
απαλλάσσω
3
Αντώνυμα
μπλέκομαι
εμπλέκομαι
μπερδεύομαι
3
Ορισμός
απομακρύνομαι από μια δύσκολη ή μπερδεμένη κατάσταση
καταφέρνω να βγω από ένα πρόβλημα ή μια δυσάρεστη κατάσταση
απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση ή ενοχή
3
Παραδείγματα
Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερα να ξεμπλέξω από αυτή τη δουλειά.
Προσπάθησε να ξεμπλέξει από τα χρέη του.
Τελικά ξεμπλέξαμε από αυτό το μπέρδεμα.
3