1. Λέξη
    ξεμπλέκω (ρήμα) - (παρόμοια: εμπλέκω - ξεμπλέξω - μπλέκω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεμπερδεύω
    • απαλλάσσομαι
    • απαλλάσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μπλέκομαι
    • εμπλέκομαι
    • μπερδεύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • απομακρύνομαι από μια δύσκολη ή μπερδεμένη κατάσταση
    • καταφέρνω να βγω από ένα πρόβλημα ή μια δυσάρεστη κατάσταση
    • απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση ή ενοχή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερα να ξεμπλέξω από αυτή τη δουλειά.
    • Προσπάθησε να ξεμπλέξει από τα χρέη του.
    • Τελικά ξεμπλέξαμε από αυτό το μπέρδεμα.
    3