Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμφιαλωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ενωμένος
)
Συνώνυμα
σε φιάλη
σε μπουκάλι
σκεπασμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
ξεσκεπασμένος
2
Ορισμός
Που έχει τοποθετηθεί σε φιάλη ή μπουκάλι.
Που έχει σφραγιστεί ή κλείσει ερμητικά σε δοχείο.
2
Παραδείγματα
Αγόρασα εμφιαλωμένο νερό για το ταξίδι.
Οι εμφιαλωμένες σάλτσες διατίθενται στο σούπερ μάρκετ.
2