Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξουθενωμένος
-
ηνωμένος
-
ενημερωμένος
-
ενσωματωμένος
-
χωμένος
-
ενισχυμένος
-
μεμονωμένος
-
οργανωμένος
-
ενοχλημένος
-
πιωμένος
-
εξαγριωμένος
-
απομονωμένος
-
εμφιαλωμένος
-
εθισμένος
-
αγχωμένος
-
θυμωμένος
-
ματωμένος
-
παγωμένος
-
ιδρωμένος
-
λερωμένος
-
εξοικειωμένος
)
Συνώνυμα
συγκεντρωμένος
ενιαίος
συμπαγής
3
Αντώνυμα
διαιρεμένος
χωριστός
αποσυνδεδεμένος
3
Ορισμός
Που έχει ενωθεί ή συγχωνευθεί σε ένα σύνολο.
Που χαρακτηρίζεται από ενότητα και συνοχή.
2
Παραδείγματα
Οι ενωμένες προσπάθειες οδήγησαν στην επιτυχία του έργου.
Η ενωμένη οικογένεια αντιμετώπισε τα προβλήματα με αγάπη και κατανόηση.
2