Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εναλλαγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συναλλαγή
-
αλλαγή
-
απαλλαγή
-
εναλλακτικός
-
παραλλαγή
-
ανταλλαγή
)
Συνώνυμα
εναλλακτική
μεταβολή
τροποποίηση
3
Αντώνυμα
σταθερότητα
μονοτονία
αμεταβλητότητα
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αλλαγής μεταξύ δύο ή περισσότερων καταστάσεων ή επιλογών.
Μια διαφορετική επιλογή ή δυνατότητα που μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Η εναλλαγή των εποχών φέρνει διαφορετικά τοπία και κλίματα.
Προσφέρθηκε μια εναλλαγή στη συνηθισμένη διαδικασία για να εξοικονομήσουμε χρόνο.
2