1. Λέξη
    εναλλακτικός (επίθετο) - (παρόμοια: επιφυλακτικός - επιτακτικός - εναλλαγή - τακτικός - ανταλλακτικό - πρακτικός)
  2. Συνώνυμα
    • διαφορετικός
    • άλλος
    • ετερογενής
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμβατικός
    • παραδοσιακός
    • ομοιογενής
    3
  4. Ορισμός
    • που παρουσιάζει διαφορετική επιλογή ή δυνατότητα
    • που αποτελεί μια άλλη λύση ή προσέγγιση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εναλλακτική λύση ήταν πιο αποτελεσματική.
    • Ψάχνουμε για εναλλακτικές μεθόδους διδασκαλίας.
    2