Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εναλλακτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
επιφυλακτικός
-
επιτακτικός
-
εναλλαγή
-
τακτικός
-
ανταλλακτικό
-
πρακτικός
)
Συνώνυμα
διαφορετικός
άλλος
ετερογενής
3
Αντώνυμα
συμβατικός
παραδοσιακός
ομοιογενής
3
Ορισμός
που παρουσιάζει διαφορετική επιλογή ή δυνατότητα
που αποτελεί μια άλλη λύση ή προσέγγιση
2
Παραδείγματα
Η εναλλακτική λύση ήταν πιο αποτελεσματική.
Ψάχνουμε για εναλλακτικές μεθόδους διδασκαλίας.
2