Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενημερώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ενημερώνω
-
ενημερώνομαι
-
ενημερωμένος
-
ενημερωτικός
)
Συνώνυμα
ειδοποιώ
πληροφορώ
ανακοινώνω
3
Αντώνυμα
αποκρύπτω
κρύβω
σιωπώ
3
Ορισμός
Ενημερώνω σημαίνει να παρέχω πληροφορίες ή να ειδοποιώ κάποιον για κάτι.
1
Παραδείγματα
Θα σε ενημερώσω για την πρόοδο της εργασίας.
Ο υπάλληλος ενημέρωσε τον πελάτη για τις νέες προσφορές.
2