1. Λέξη
    ενημερώσω (ρήμα) - (παρόμοια: ενημερώνω - ενημερώνομαι - ενημερωμένος - ενημερωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ειδοποιώ
    • πληροφορώ
    • ανακοινώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρύπτω
    • κρύβω
    • σιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Ενημερώνω σημαίνει να παρέχω πληροφορίες ή να ειδοποιώ κάποιον για κάτι.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Θα σε ενημερώσω για την πρόοδο της εργασίας.
    • Ο υπάλληλος ενημέρωσε τον πελάτη για τις νέες προσφορές.
    2