1. Λέξη
    ενημερωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ενωμένος - λερωμένος - αφιερωμένος - ενημερωτικός - ενημερώνω - ενημερώσω - ιδρωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • πληροφορημένος
    • ενημέρωτος
    • γνώστης
    3
  3. Αντώνυμα
    • απληροφόρητος
    • αγνοών
    • αμαθής
    3
  4. Ορισμός
    • Είναι καλά πληροφορημένος ή γνώστης μιας κατάστασης ή θέματος.
    • Έχει λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για να είναι σε θέση να κατανοήσει ή να ενεργήσει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοσιογράφος ήταν πολύ καλά ενημερωμένος για τα γεγονότα.
    • Πριν πάρεις μια απόφαση, βεβαιώσου ότι είσαι ενημερωμένος.
    2