Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενημερωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ενωμένος
-
λερωμένος
-
αφιερωμένος
-
ενημερωτικός
-
ενημερώνω
-
ενημερώσω
-
ιδρωμένος
)
Συνώνυμα
πληροφορημένος
ενημέρωτος
γνώστης
3
Αντώνυμα
απληροφόρητος
αγνοών
αμαθής
3
Ορισμός
Είναι καλά πληροφορημένος ή γνώστης μιας κατάστασης ή θέματος.
Έχει λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για να είναι σε θέση να κατανοήσει ή να ενεργήσει.
2
Παραδείγματα
Ο δημοσιογράφος ήταν πολύ καλά ενημερωμένος για τα γεγονότα.
Πριν πάρεις μια απόφαση, βεβαιώσου ότι είσαι ενημερωμένος.
2