1. Λέξη
    ενθαρρύνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποθαρρύνω)
  2. Συνώνυμα
    • ενισχύω
    • υποστηρίζω
    • παροτρύνω
    • ενθαρρύνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποθαρρύνω
    • απογοητεύω
    • αποκρούω
    3
  4. Ορισμός
    • Προσπαθώ να δώσω κουράγιο ή σθένος σε κάποιον.
    • Ενισχύω την αυτοπεποίθηση ή το ηθικό κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προπονητής ενθάρρυνε την ομάδα πριν από τον αγώνα.
    • Οι γονείς του τον ενθάρρυναν να συνεχίσει τις σπουδές του.
    2