Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενθαρρύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποθαρρύνω
)
Συνώνυμα
ενισχύω
υποστηρίζω
παροτρύνω
ενθαρρύνω
4
Αντώνυμα
αποθαρρύνω
απογοητεύω
αποκρούω
3
Ορισμός
Προσπαθώ να δώσω κουράγιο ή σθένος σε κάποιον.
Ενισχύω την αυτοπεποίθηση ή το ηθικό κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο προπονητής ενθάρρυνε την ομάδα πριν από τον αγώνα.
Οι γονείς του τον ενθάρρυναν να συνεχίσει τις σπουδές του.
2