1. Λέξη
    αποθαρρύνω (ρήμα) - (παρόμοια: ενθαρρύνω - απομακρύνω)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαρδιώνω
    • αποθαρρύνω
    • απογοητεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενθαρρύνω
    • εμψυχώνω
    • στηρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ απώλεια θάρρους ή ελπίδας σε κάποιον.
    • Κάνω κάποιον να χάσει το κουράγιο ή τη διάθεση να συνεχίσει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι συνεχείς αποτυχίες τον αποθάρρυναν να συνεχίσει τις σπουδές του.
    • Μην αφήνεις τις δυσκολίες να σε αποθαρρύνουν.
    2