Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποθαρρύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ενθαρρύνω
-
απομακρύνω
)
Συνώνυμα
αποκαρδιώνω
αποθαρρύνω
απογοητεύω
3
Αντώνυμα
ενθαρρύνω
εμψυχώνω
στηρίζω
3
Ορισμός
Προκαλώ απώλεια θάρρους ή ελπίδας σε κάποιον.
Κάνω κάποιον να χάσει το κουράγιο ή τη διάθεση να συνεχίσει.
2
Παραδείγματα
Οι συνεχείς αποτυχίες τον αποθάρρυναν να συνεχίσει τις σπουδές του.
Μην αφήνεις τις δυσκολίες να σε αποθαρρύνουν.
2