1. Λέξη
    ενοικιαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ενοικιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • μισθωτής
    • ένοικος
    2
  3. Αντώνυμα
    • ιδιοκτήτης
    • ενοικιαστής
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που νοικιάζει ένα ακίνητο ή αντικείμενο για χρήση.
    • Ατομο που πληρώνει ενοίκιο για να χρησιμοποιεί ένα χώρο ή αντικείμενο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ενοικιαστής του διαμερίσματος πλήρωσε το ενοίκιο έγκαιρα.
    • Ο νέος ενοικιαστής της γκαραζόπορτας ζήτησε να αλλάξει την κλειδαριά.
    2