Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενοικιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
νοικιάζω
-
ενοικιαστής
)
Συνώνυμα
μισθώνω
νοικιάζω
2
Αντώνυμα
εξοικιάζω
πουλάω
2
Ορισμός
Να δίνω κάτι σε κάποιον για χρήση με αντάλλαγμα χρήματα για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Να παίρνω κάτι για χρήση με αντάλλαγμα χρήματα για ορισμένο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Ενοικίασα ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
Μπορείς να ενοικιάσεις αυτοκίνητο για τις διακοπές σου.
2