1. Λέξη
    εντατική (επίθετο) - (παρόμοια: συστατική)
  2. Συνώνυμα
    • έντονος
    • δυνατός
    • έντονος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμος
    • ήπιος
    • χαλαρός
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από ένταση ή μεγάλη δύναμη.
    • Που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια ή συγκέντρωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εντατική προπόνηση απαιτεί πολλή ενέργεια.
    • Η εντατική μελέτη βοήθησε στην επιτυχία της εξέτασης.
    2