Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντατική (επίθετο) - (παρόμοια:
συστατική
)
Συνώνυμα
έντονος
δυνατός
έντονος
3
Αντώνυμα
αδύναμος
ήπιος
χαλαρός
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από ένταση ή μεγάλη δύναμη.
Που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια ή συγκέντρωση.
2
Παραδείγματα
Η εντατική προπόνηση απαιτεί πολλή ενέργεια.
Η εντατική μελέτη βοήθησε στην επιτυχία της εξέτασης.
2