1. Λέξη
    συστατική (επίθετο) - (παρόμοια: συστατικό - στατιστική - στατικός - εντατική - συστηματικός)
  2. Συνώνυμα
    • θεμελιώδης
    • βασικός
    • ουσιαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιφανειακός
    • δευτερεύων
    • προσωρινός
    3
  4. Ορισμός
    • που αποτελεί το βασικό ή ουσιαστικό στοιχείο κάποιου πράγματος
    • που έχει σχέση με τη σύσταση ή τη δομή ενός πράγματος
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συστατική έκθεση του προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα βασικά συστατικά.
    • Οι συστατικοί νόμοι της χώρας καθορίζουν τη λειτουργία του πολιτεύματος.
    2