Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συστατική (επίθετο) - (παρόμοια:
συστατικό
-
στατιστική
-
στατικός
-
εντατική
-
συστηματικός
)
Συνώνυμα
θεμελιώδης
βασικός
ουσιαστικός
3
Αντώνυμα
επιφανειακός
δευτερεύων
προσωρινός
3
Ορισμός
που αποτελεί το βασικό ή ουσιαστικό στοιχείο κάποιου πράγματος
που έχει σχέση με τη σύσταση ή τη δομή ενός πράγματος
2
Παραδείγματα
Η συστατική έκθεση του προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα βασικά συστατικά.
Οι συστατικοί νόμοι της χώρας καθορίζουν τη λειτουργία του πολιτεύματος.
2