1. Λέξη
    εξάλειψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εγκατάλειψη - παράλειψη)
  2. Συνώνυμα
    • απαλοιφή
    • εκμηδένιση
    • κατάργηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • δημιουργία
    • εγκαθίδρυση
    • εμφάνιση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να εξαλείψεις κάτι, να το καταργήσεις ή να το αφαιρέσεις πλήρως.
    • Η πλήρης καταστροφή ή αφαίρεση κάποιου πράγματος ή φαινομένου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξάλειψη της φτώχειας είναι ένας από τους κύριους στόχους της κυβέρνησης.
    • Οι επιστήμονες εργάζονται για την εξάλειψη της ασθένειας.
    2