Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξάλειψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εγκατάλειψη
-
παράλειψη
)
Συνώνυμα
απαλοιφή
εκμηδένιση
κατάργηση
3
Αντώνυμα
δημιουργία
εγκαθίδρυση
εμφάνιση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να εξαλείψεις κάτι, να το καταργήσεις ή να το αφαιρέσεις πλήρως.
Η πλήρης καταστροφή ή αφαίρεση κάποιου πράγματος ή φαινομένου.
2
Παραδείγματα
Η εξάλειψη της φτώχειας είναι ένας από τους κύριους στόχους της κυβέρνησης.
Οι επιστήμονες εργάζονται για την εξάλειψη της ασθένειας.
2