Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράλειψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράλυση
-
εξάλειψη
)
Συνώνυμα
αμέλεια
παράβλεψη
αδιαφορία
3
Αντώνυμα
προσοχή
επιμέλεια
φροντίδα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλείπω, δηλαδή του αφήνω κάτι ασχολίαστο ή μη συμπεριλημμένο.
Η έλλειψη προσοχής ή φροντίδας σε κάτι σημαντικό.
2
Παραδείγματα
Η παράλειψη της υπογραφής στο έγγραφο έκανε άκυρη τη συμφωνία.
Η παράλειψη βασικών λεπτομερειών οδήγησε σε παρεξηγήσεις.
2