Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξάσκηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άσκηση
-
εξάρτηση
-
εξάντληση
)
Συνώνυμα
προπόνηση
άσκηση
εξάσκηση
3
Αντώνυμα
απραξία
αδράνεια
2
Ορισμός
Η διαδικασία της συστηματικής επανάληψης μιας δραστηριότητας με σκοπό τη βελτίωση των δεξιοτήτων ή της απόδοσης.
Η πρακτική εφαρμογή γνώσεων ή δεξιοτήτων για να επιτευχθεί εξοικείωση ή επαγγελματική ικανότητα.
2
Παραδείγματα
Η καθημερινή εξάσκηση στο πιάνο βοήθησε να γίνει εξαιρετικός μουσικός.
Η ομάδα έκανε έντονη εξάσκηση πριν τον σημαντικό αγώνα.
2