1. Λέξη
    εξάρτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απεξάρτηση - εξάρτημα - εξάσκηση - ανάρτηση - εξάρθρωση - εξάντληση - εξαπάτηση)
  2. Συνώνυμα
    • εξάρτημα
    • εξαρτημένη κατάσταση
    • εξαρτημένη σχέση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξαρτησία
    • αυτονομία
    2
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος ή κάτι εξαρτάται από κάποιον άλλον ή κάτι άλλο.
    • Ένα αντικείμενο ή συσκευή που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία ενός άλλου αντικειμένου ή συστήματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξάρτηση από τα ναρκωτικά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
    • Το πρόγραμμα είναι μια εξάρτηση του λειτουργικού συστήματος.
    2