Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξάρτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απεξάρτηση
-
εξάρτημα
-
εξάσκηση
-
ανάρτηση
-
εξάρθρωση
-
εξάντληση
-
εξαπάτηση
)
Συνώνυμα
εξάρτημα
εξαρτημένη κατάσταση
εξαρτημένη σχέση
3
Αντώνυμα
ανεξαρτησία
αυτονομία
2
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος ή κάτι εξαρτάται από κάποιον άλλον ή κάτι άλλο.
Ένα αντικείμενο ή συσκευή που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία ενός άλλου αντικειμένου ή συστήματος.
2
Παραδείγματα
Η εξάρτηση από τα ναρκωτικά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Το πρόγραμμα είναι μια εξάρτηση του λειτουργικού συστήματος.
2