Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξέχουσα (επίθετο) - (παρόμοια:
τρέχουσα
)
Συνώνυμα
εξαιρετική
διακεκριμένη
επιφανής
προεξέχουσα
4
Αντώνυμα
ασήμαντη
κοινή
συνηθισμένη
αδιάκριτη
4
Ορισμός
που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα λόγω της σπουδαιότητας, της ποιότητας ή της εμφάνισής της
που προβάλλεται ή προεξέχει σε σχέση με τα γύρω της
2
Παραδείγματα
Η εξέχουσα εμφάνισή της την έκανε να ξεχωρίζει στο πλήθος.
Η πόλη έχει μια εξέχουσα θέση στην ιστορία της χώρας.
2