1. Λέξη
    τρέχουσα (επίθετο) - (παρόμοια: εξέχουσα - τρέχω)
  2. Συνώνυμα
    • συνεχής
    • ενεργός
    • κυρίαρχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερός
    • ακίνητος
    • παλιός
    3
  4. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κίνηση ή σε εξέλιξη.
    • Αυτό που ισχύει ή εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή.
    • Που αναφέρεται στο παρόν χρονικό διάστημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η τρέχουσα κατάσταση απαιτεί άμεση προσοχή.
    • Οι τρέχουσες υποχρεώσεις μου δεν με αφήνουν να ξεκουραστώ.
    • Η τρέχουσα έκδοση του λογισμικού έχει πολλά νέα χαρακτηριστικά.
    3