Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρέχουσα (επίθετο) - (παρόμοια:
εξέχουσα
-
τρέχω
)
Συνώνυμα
συνεχής
ενεργός
κυρίαρχος
3
Αντώνυμα
σταθερός
ακίνητος
παλιός
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κίνηση ή σε εξέλιξη.
Αυτό που ισχύει ή εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή.
Που αναφέρεται στο παρόν χρονικό διάστημα.
3
Παραδείγματα
Η τρέχουσα κατάσταση απαιτεί άμεση προσοχή.
Οι τρέχουσες υποχρεώσεις μου δεν με αφήνουν να ξεκουραστώ.
Η τρέχουσα έκδοση του λογισμικού έχει πολλά νέα χαρακτηριστικά.
3