1. Λέξη
    εξαγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διεξαγωγή - εισαγωγή - αγωγή)
  2. Συνώνυμα
    • εξαγωγή
    • εκροή
    • μεταφορά
    3
  3. Αντώνυμα
    • εισαγωγή
    • εισροή
    • εισφορά
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία μεταφοράς αγαθών ή υπηρεσιών από τη μια χώρα στην άλλη για εμπορικούς σκοπούς.
    • Η ενέργεια της αφαίρεσης ή της μεταφοράς κάτι από έναν τόπο ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Ελλάδα έχει μεγάλη εξαγωγή ελαιολάδου.
    • Η εξαγωγή των φυσικών πόρων μπορεί να οδηγήσει σε περιβαλλοντικά προβλήματα.
    2