Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διεξαγωγή
-
εισαγωγή
-
αγωγή
)
Συνώνυμα
εξαγωγή
εκροή
μεταφορά
3
Αντώνυμα
εισαγωγή
εισροή
εισφορά
3
Ορισμός
Η διαδικασία μεταφοράς αγαθών ή υπηρεσιών από τη μια χώρα στην άλλη για εμπορικούς σκοπούς.
Η ενέργεια της αφαίρεσης ή της μεταφοράς κάτι από έναν τόπο ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η Ελλάδα έχει μεγάλη εξαγωγή ελαιολάδου.
Η εξαγωγή των φυσικών πόρων μπορεί να οδηγήσει σε περιβαλλοντικά προβλήματα.
2