Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαιρέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαιρώ
-
αφαιρέσω
)
Συνώνυμα
αποκλείω
απομονώνω
ξεχωρίζω
3
Αντώνυμα
συμπεριλαμβάνω
ενσωματώνω
2
Ορισμός
να βγάλω κάτι ή κάποιον έξω από μια γενική κατηγορία ή ομάδα
να κάνω μια εξαίρεση, να μην εφαρμόσω έναν κανόνα σε κάποιον ή κάτι
2
Παραδείγματα
Θα εξαιρέσω τον Γιάννη από τη λίστα, γιατί είναι άρρωστος.
Συνήθως δεν επιτρέπουμε καθυστερήσεις, αλλά θα εξαιρέσουμε αυτή την περίπτωση.
2