1. Λέξη
    εξαιρέσω (ρήμα) - (παρόμοια: εξαιρώ - αφαιρέσω)
  2. Συνώνυμα
    • αποκλείω
    • απομονώνω
    • ξεχωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμπεριλαμβάνω
    • ενσωματώνω
    2
  4. Ορισμός
    • να βγάλω κάτι ή κάποιον έξω από μια γενική κατηγορία ή ομάδα
    • να κάνω μια εξαίρεση, να μην εφαρμόσω έναν κανόνα σε κάποιον ή κάτι
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα εξαιρέσω τον Γιάννη από τη λίστα, γιατί είναι άρρωστος.
    • Συνήθως δεν επιτρέπουμε καθυστερήσεις, αλλά θα εξαιρέσουμε αυτή την περίπτωση.
    2