Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφαιρέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αφαιρώ
-
εξαιρέσω
-
αρέσω
)
Συνώνυμα
απομακρύνω
αποσπώ
αφαιρώ
3
Αντώνυμα
προσθέτω
προσαρτώ
ενσωματώνω
3
Ορισμός
Να αφαιρέσω κάτι από κάποιον ή κάτι.
Να μειώσω ή να ελαττώσω κάτι.
Να απομακρύνω κάτι από μια θέση ή μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Θα αφαιρέσω το πανωφόρι μου γιατί έχει ζέστη.
Ο δάσκαλος θα αφαιρέσει βαθμούς αν δεν παραδώσεις την εργασία έγκαιρα.
Πρέπει να αφαιρέσουμε τα εμπόδια για να προχωρήσει το έργο.
3