Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαπατώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαπατάω
-
απατώ
-
εξαρτώ
)
Συνώνυμα
παραπλανώ
γελώ
εξαπατώ
εξαπατώ
παραποιώ
5
Αντώνυμα
ειλικρινής
ειλικρινής
ειλικρινής
ειλικρινής
ειλικρινής
5
Ορισμός
Κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αληθινό.
Παραπλανούμε κάποιον με σκοπό να τον ωφεληθούμε.
Ενεργώ με δόλο για να εξαπατήσω κάποιον.
3
Παραδείγματα
Ο πωλητής προσπάθησε να με εξαπατήσει με ψεύτικα στοιχεία για το προϊόν.
Μην αφήνετε κανέναν να σας εξαπατά με υποσχέσεις που δεν μπορεί να κρατήσει.
2