Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαρτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαρτώμαι
-
εξαρτηθώ
-
εξαρτάται
-
εξαρχής
-
εξαπατώ
-
εξαρτημένος
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
εξαρτάμαι
εξαρτώμαι
3
Αντώνυμα
ανεξαρτώμαι
αποσυνδέομαι
2
Ορισμός
Να είμαι σε κατάσταση που εξαρτάται από κάποιον ή κάτι για υποστήριξη, επιβίωση ή λειτουργία.
Να έχω ως προϋπόθεση ή να βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι για να συμβεί ή να υπάρξει.
2
Παραδείγματα
Η επιτυχία της επιχείρησης εξαρτάται από την ποιότητα των προϊόντων της.
Η απόφασή μου να ταξιδέψω εξαρτάται από την οικονομική μου κατάσταση.
2