1. Λέξη
    εξαπολύω (ρήμα) - (παρόμοια: απολύω)
  2. Συνώνυμα
    • εκτοξεύω
    • ρίχνω
    • εκσφενδονίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατάω
    • συγκρατώ
    • καταστέλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Να εκτοξεύω κάτι με δύναμη και γρήγορα.
    • Να προκαλώ την ξαφνική έναρξη μιας δράσης ή κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης εξαπέλυσε το βέλος προς τον στόχο.
    • Η κυβέρνηση εξαπέλυσε μια νέα εκστρατεία ενημέρωσης.
    2