Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαπολύω (ρήμα) - (παρόμοια:
απολύω
)
Συνώνυμα
εκτοξεύω
ρίχνω
εκσφενδονίζω
3
Αντώνυμα
κρατάω
συγκρατώ
καταστέλλω
3
Ορισμός
Να εκτοξεύω κάτι με δύναμη και γρήγορα.
Να προκαλώ την ξαφνική έναρξη μιας δράσης ή κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης εξαπέλυσε το βέλος προς τον στόχο.
Η κυβέρνηση εξαπέλυσε μια νέα εκστρατεία ενημέρωσης.
2