Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξατμίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαφανίζω
)
Συνώνυμα
ατμίζω
εξαερώνω
αφυδατώνω
3
Αντώνυμα
συμπυκνώνω
πήζω
στερεοποιώ
3
Ορισμός
Να μετατρέπω ένα υγρό σε αέριο ή ατμό.
Να εξαφανίζομαι σιγά-σιγά, όπως ο ατμός.
Να αφαιρώ την υγρασία από κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος εξατμίζει το νερό από τις λίμνες.
Οι ανησυχίες του φαίνονταν να εξατμίζονται με το πέρασμα του χρόνου.
Η θερμότητα εξατμίζει γρήγορα το νερό από τα ρούχα.
3