1. Λέξη
    εξευτελισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξευτελιστικός - εξοπλισμός)
  2. Συνώνυμα
    • ταπείνωση
    • προσβολή
    • καταπίεση
    3
  3. Αντώνυμα
    • τιμή
    • εκτίμηση
    • σεβασμός
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευτελίζω, δηλαδή η ταπείνωση ή η προσβολή της αξιοπρέπειας κάποιου.
    • Μια κατάσταση ή πράξη που προκαλεί ντροπή ή απώλεια της αυτοεκτίμησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εξευτελισμός που υπέστη μπροστά στους συναδέλφους του τον έκανε να νιώσει πολύ άσχημα.
    • Η δημόσια κατακραυγή ήταν ένας μεγάλος εξευτελισμός για τον πολιτικό.
    2