Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξοπλισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
οπλισμός
-
εξοπλισμένος
-
εξορκισμός
-
εξευτελισμός
-
εξαερισμός
-
εθισμός
)
Συνώνυμα
εξάρτημα
απαραίτητα
εργαλεία
μηχανήματα
4
Αντώνυμα
απογύμνωση
απομάκρυνση
αφαίρεση
3
Ορισμός
Το σύνολο των αντικειμένων ή εργαλείων που χρησιμοποιούνται για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή εργασία.
Η διαδικασία ή η ενέργεια της προετοιμασίας ή της παροχής των απαραίτητων μέσων για κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο εξοπλισμός του εργαστηρίου περιλαμβάνει μικροσκόπια και δοκιμαστικούς σωλήνες.
Η εταιρεία επένδυσε σε νέο εξοπλισμό για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
2