Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξηγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξηγηθώ
-
παρεξηγώ
)
Συνώνυμα
διασαφηνίζω
εξηγώ
αποσαφηνίζω
3
Αντώνυμα
συγχέω
μπερδεύω
ασαφής
3
Ορισμός
Κάνω κάτι κατανοητό ή ξεκάθαρο, παρέχοντας πληροφορίες ή λεπτομέρειες.
Εξηγώ την αιτία ή τον λόγο για κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος εξήγησε την άσκηση στους μαθητές.
Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί άργησα, αλλά δεν με πίστεψαν.
2