1. Λέξη
    εξηγώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξηγηθώ - παρεξηγώ)
  2. Συνώνυμα
    • διασαφηνίζω
    • εξηγώ
    • αποσαφηνίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγχέω
    • μπερδεύω
    • ασαφής
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι κατανοητό ή ξεκάθαρο, παρέχοντας πληροφορίες ή λεπτομέρειες.
    • Εξηγώ την αιτία ή τον λόγο για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος εξήγησε την άσκηση στους μαθητές.
    • Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί άργησα, αλλά δεν με πίστεψαν.
    2