1. Λέξη
    παρεξηγώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξηγώ)
  2. Συνώνυμα
    • καταλαβαίνω λάθος
    • παρερμηνεύω
    • παρεκφράζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταλαβαίνω σωστά
    • διακρίνω
    • ακριβολογώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να ερμηνεύω κάτι λανθασμένα ή να το αντιλαμβάνομαι με λάθος τρόπο.
    • Να κάνω λάθος στην κατανόηση των λόγων ή των πράξεων κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παρεξήγησα τα λόγια του και νόμιζα ότι με επικρίνει.
    • Μην παρεξηγήσεις την πρόθεσή μου, δεν ήθελα να σε πληγώσω.
    2