Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρεξηγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξηγώ
)
Συνώνυμα
καταλαβαίνω λάθος
παρερμηνεύω
παρεκφράζω
3
Αντώνυμα
καταλαβαίνω σωστά
διακρίνω
ακριβολογώ
3
Ορισμός
Να ερμηνεύω κάτι λανθασμένα ή να το αντιλαμβάνομαι με λάθος τρόπο.
Να κάνω λάθος στην κατανόηση των λόγων ή των πράξεων κάποιου.
2
Παραδείγματα
Παρεξήγησα τα λόγια του και νόμιζα ότι με επικρίνει.
Μην παρεξηγήσεις την πρόθεσή μου, δεν ήθελα να σε πληγώσω.
2