1. Λέξη
    εξομολογήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξομολογώ - εξομολογούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • ομολογήτρια
    • εξομολογούμενη
    2
  3. Αντώνυμα
    • απολογήτρια
    • αρνησίθρησκη
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που εξομολογείται, δηλαδή ομολογεί τις αμαρτίες της σε έναν ιερέα.
    • Γυναίκα που αναγνωρίζει ή παραδέχεται κάτι δημόσια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξομολογήτρια ένιωσε ελαφρύτερη αφού μίλησε με τον πνευματικό της.
    • Στην αυτοβιογραφία της, η συγγραφέας εμφανίζεται ως μια ειλικρινής εξομολογήτρια των λαθών της.
    2