Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξομολογήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξομολογώ
-
εξομολογούμαι
)
Συνώνυμα
ομολογήτρια
εξομολογούμενη
2
Αντώνυμα
απολογήτρια
αρνησίθρησκη
2
Ορισμός
Γυναίκα που εξομολογείται, δηλαδή ομολογεί τις αμαρτίες της σε έναν ιερέα.
Γυναίκα που αναγνωρίζει ή παραδέχεται κάτι δημόσια.
2
Παραδείγματα
Η εξομολογήτρια ένιωσε ελαφρύτερη αφού μίλησε με τον πνευματικό της.
Στην αυτοβιογραφία της, η συγγραφέας εμφανίζεται ως μια ειλικρινής εξομολογήτρια των λαθών της.
2