Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξομολογώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξομολογήτρια
-
εξομολογούμαι
-
ομολογώ
-
εξομολόγηση
)
Συνώνυμα
ομολογώ
παραδέχομαι
αναγνωρίζω
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
κρύβω
διαψεύδω
3
Ορισμός
Ομολογώ ανοιχτά και ειλικρινά μια πράξη ή μια σκέψη, συχνά μετά από τύψεις.
Εκφράζω δημόσια τη μετάνοια μου για τις αμαρτίες μου, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισε να εξομολογηθεί τα λάθη του στον φίλο του.
Πήγε στην εκκλησία για να εξομολογηθεί στον ιερέα.
2