Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξοργίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξορίζω
)
Συνώνυμα
θυμώνω
οργίζω
εκνευρίζω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
πραΰνω
3
Ορισμός
προκαλώ έντονο θυμό ή οργή σε κάποιον
κάνω κάποιον να νιώσει πολύ θυμωμένος ή εκνευρισμένος
2
Παραδείγματα
Η συμπεριφορά του με εξοργίζει κάθε φορά που τον βλέπω.
Οι αδικαιολόγητες κατηγορίες εξοργίζουν όλους τους παρευρισκόμενους.
2