1. Λέξη
    εξοργίζω (ρήμα) - (παρόμοια: εξορίζω)
  2. Συνώνυμα
    • θυμώνω
    • οργίζω
    • εκνευρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • πραΰνω
    3
  4. Ορισμός
    • προκαλώ έντονο θυμό ή οργή σε κάποιον
    • κάνω κάποιον να νιώσει πολύ θυμωμένος ή εκνευρισμένος
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συμπεριφορά του με εξοργίζει κάθε φορά που τον βλέπω.
    • Οι αδικαιολόγητες κατηγορίες εξοργίζουν όλους τους παρευρισκόμενους.
    2