Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξοργίζω
-
εξορία
-
ορίζω
-
ζορίζω
)
Συνώνυμα
απομακρύνω
αποβάλλω
διώχνω
3
Αντώνυμα
επιστρέφω
επανεντάσσω
καλώ
3
Ορισμός
να στείλει κάποιον μακριά από τη χώρα του ως τιμωρία
να απομακρύνει κάποιον από μια συγκεκριμένη περιοχή ή θέση
να αποβάλλει κάποιον από μια ομάδα ή κοινότητα
3
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξορίσει τους πολιτικούς κρατουμένους.
Τον εξόρισαν από το χωριό του επειδή παραβίασε τους κανόνες.
Η αρχαία Αθήνα εξόριζε συχνά τους πολίτες που θεωρούνταν επικίνδυνοι.
3