1. Λέξη
    εξορίζω (ρήμα) - (παρόμοια: εξοργίζω - εξορία - ορίζω - ζορίζω)
  2. Συνώνυμα
    • απομακρύνω
    • αποβάλλω
    • διώχνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιστρέφω
    • επανεντάσσω
    • καλώ
    3
  4. Ορισμός
    • να στείλει κάποιον μακριά από τη χώρα του ως τιμωρία
    • να απομακρύνει κάποιον από μια συγκεκριμένη περιοχή ή θέση
    • να αποβάλλει κάποιον από μια ομάδα ή κοινότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξορίσει τους πολιτικούς κρατουμένους.
    • Τον εξόρισαν από το χωριό του επειδή παραβίασε τους κανόνες.
    • Η αρχαία Αθήνα εξόριζε συχνά τους πολίτες που θεωρούνταν επικίνδυνοι.
    3