Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξοχικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξοχή
)
Συνώνυμα
κατασκήνωση
καταφύγιο
εξοχική κατοικία
3
Αντώνυμα
αστική κατοικία
πολυκατοικία
2
Ορισμός
Μια κατοικία ή κτίριο που βρίσκεται εκτός πόλης, συνήθως σε αγροτική ή παραθαλάσσια περιοχή, που χρησιμοποιείται για διακοπές ή ως δεύτερη κατοικία.
Ένα μέρος για ανάπαυση και αναψυχή, μακριά από την πολυκοσμία της πόλης.
2
Παραδείγματα
Το καλοκαίρι πηγαίνουμε στο εξοχικό μας στη θάλασσα.
Το εξοχικό τους βρίσκεται σε έναν πανέμορφο κήπο.
2