1. Λέξη
    εξοχικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξοχή)
  2. Συνώνυμα
    • κατασκήνωση
    • καταφύγιο
    • εξοχική κατοικία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αστική κατοικία
    • πολυκατοικία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατοικία ή κτίριο που βρίσκεται εκτός πόλης, συνήθως σε αγροτική ή παραθαλάσσια περιοχή, που χρησιμοποιείται για διακοπές ή ως δεύτερη κατοικία.
    • Ένα μέρος για ανάπαυση και αναψυχή, μακριά από την πολυκοσμία της πόλης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καλοκαίρι πηγαίνουμε στο εξοχικό μας στη θάλασσα.
    • Το εξοχικό τους βρίσκεται σε έναν πανέμορφο κήπο.
    2