Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξοχικό
-
εξοχότης
-
προεξοχή
)
Συνώνυμα
ανωτερότητα
πλεονέκτημα
υπεροχή
3
Αντώνυμα
κατωτερότητα
μειονέκτημα
υποτέλεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερο σε σχέση με άλλους.
Μια περιοχή που βρίσκεται έξω από την κύρια πόλη ή κέντρο.
2
Παραδείγματα
Η εξοχή του νέου προϊόντος είναι αδιαμφισβήτητη.
Περνάμε τα Σαββατοκύριακα στην εξοχή για να χαλαρώσουμε.
2