1. Λέξη
    εξοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξοχικό - εξοχότης - προεξοχή)
  2. Συνώνυμα
    • ανωτερότητα
    • πλεονέκτημα
    • υπεροχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατωτερότητα
    • μειονέκτημα
    • υποτέλεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερο σε σχέση με άλλους.
    • Μια περιοχή που βρίσκεται έξω από την κύρια πόλη ή κέντρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξοχή του νέου προϊόντος είναι αδιαμφισβήτητη.
    • Περνάμε τα Σαββατοκύριακα στην εξοχή για να χαλαρώσουμε.
    2