1. Λέξη
    εξτρεμιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολεμιστής)
  2. Συνώνυμα
    • ριζοσπάστης
    • φονταμενταλιστής
    • ακραίος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μετριοπαθής
    • συντηρητικός
    • νεοτεριστής
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις ή μεθόδους, ιδιαίτερα σε πολιτικό ή θρησκευτικό πλαίσιο.
    • Άτομο που ενεργεί με βίαιους ή ριζοσπαστικούς τρόπους για να προωθήσει τις πεποιθήσεις του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εξτρεμιστής επιτέθηκε με βίαιες μεθόδους για να εκφράσει την αντίθεσή του στην κυβέρνηση.
    • Οι θρησκευτικοί εξτρεμιστές συχνά ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα με τρόπο που δικαιολογεί τις πράξεις τους.
    2