Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξτρεμιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολεμιστής
)
Συνώνυμα
ριζοσπάστης
φονταμενταλιστής
ακραίος
3
Αντώνυμα
μετριοπαθής
συντηρητικός
νεοτεριστής
3
Ορισμός
Άτομο που υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις ή μεθόδους, ιδιαίτερα σε πολιτικό ή θρησκευτικό πλαίσιο.
Άτομο που ενεργεί με βίαιους ή ριζοσπαστικούς τρόπους για να προωθήσει τις πεποιθήσεις του.
2
Παραδείγματα
Ο εξτρεμιστής επιτέθηκε με βίαιες μεθόδους για να εκφράσει την αντίθεσή του στην κυβέρνηση.
Οι θρησκευτικοί εξτρεμιστές συχνά ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα με τρόπο που δικαιολογεί τις πράξεις τους.
2