Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολεμιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολεμική
-
πολεμικός
-
πολεμώ
-
πολεμάω
-
εξτρεμιστής
)
Συνώνυμα
μαχητής
στρατιώτης
αγωνιστής
3
Αντώνυμα
ειρηνιστής
άμαχος
2
Ορισμός
Άτομο που συμμετέχει σε μάχες ή πολέμους.
Άτομο που αγωνίζεται για μια ιδέα ή σκοπό.
2
Παραδείγματα
Ο πολεμιστής προετοιμαζόταν για τη μάχη.
Ο πολεμιστής της ελευθερίας έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα του.
2