Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξυπηρετήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξυπηρετώ
-
εξυπηρετικός
)
Συνώνυμα
εξυπηρετώ
βοηθώ
υπηρετώ
εξυπηρετώ
4
Αντώνυμα
εμποδίζω
δυσκολεύω
αρνούμαι
3
Ορισμός
Παρέχω βοήθεια ή υπηρεσία σε κάποιον.
Καλύπτω τις ανάγκες ή τις αιτήσεις κάποιου.
Εκτελώ μια εργασία ή καθήκον για λογαριασμό κάποιου.
3
Παραδείγματα
Θα εξυπηρετήσω τους πελάτες με την πρώτη ευκαιρία.
Ο υπάλληλος εξυπηρέτησε γρήγορα το αίτημά μου.
Πάντα προσπαθώ να εξυπηρετήσω τους φίλους μου όταν χρειάζονται βοήθεια.
3