1. Λέξη
    εξυπηρετήσω (ρήμα) - (παρόμοια: εξυπηρετώ - εξυπηρετικός)
  2. Συνώνυμα
    • εξυπηρετώ
    • βοηθώ
    • υπηρετώ
    • εξυπηρετώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • εμποδίζω
    • δυσκολεύω
    • αρνούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Παρέχω βοήθεια ή υπηρεσία σε κάποιον.
    • Καλύπτω τις ανάγκες ή τις αιτήσεις κάποιου.
    • Εκτελώ μια εργασία ή καθήκον για λογαριασμό κάποιου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα εξυπηρετήσω τους πελάτες με την πρώτη ευκαιρία.
    • Ο υπάλληλος εξυπηρέτησε γρήγορα το αίτημά μου.
    • Πάντα προσπαθώ να εξυπηρετήσω τους φίλους μου όταν χρειάζονται βοήθεια.
    3