Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξυπηρετώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξυπηρετήσω
-
εξυπηρετικός
-
υπηρετώ
-
εξυπηρέτηση
)
Συνώνυμα
υπηρετώ
εξυπηρετώ
βοηθώ
εξυπηρετώ
υποστηρίζω
5
Αντώνυμα
παραμελώ
απογοητεύω
αποθαρρύνω
3
Ορισμός
Παρέχω βοήθεια ή υπηρεσία σε κάποιον.
Καλύπτω τις ανάγκες ή τις απαιτήσεις κάποιου.
Εκτελώ καθήκοντα ή εργασίες για λογαριασμό άλλου.
3
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος εξυπηρετεί τους πελάτες με ευγένεια.
Η εταιρεία εξυπηρετεί τις ανάγκες των πελατών της.
Πάντα προσπαθώ να εξυπηρετώ τους φίλους μου όταν χρειάζονται βοήθεια.
3