1. Λέξη
    εξυπηρετώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξυπηρετήσω - εξυπηρετικός - υπηρετώ - εξυπηρέτηση)
  2. Συνώνυμα
    • υπηρετώ
    • εξυπηρετώ
    • βοηθώ
    • εξυπηρετώ
    • υποστηρίζω
    5
  3. Αντώνυμα
    • παραμελώ
    • απογοητεύω
    • αποθαρρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Παρέχω βοήθεια ή υπηρεσία σε κάποιον.
    • Καλύπτω τις ανάγκες ή τις απαιτήσεις κάποιου.
    • Εκτελώ καθήκοντα ή εργασίες για λογαριασμό άλλου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπάλληλος εξυπηρετεί τους πελάτες με ευγένεια.
    • Η εταιρεία εξυπηρετεί τις ανάγκες των πελατών της.
    • Πάντα προσπαθώ να εξυπηρετώ τους φίλους μου όταν χρειάζονται βοήθεια.
    3