Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εορτασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εορταστικός
)
Συνώνυμα
γιορτή
εορτή
πανηγυρισμός
3
Αντώνυμα
πένθος
θρήνος
κατάθλιψη
3
Ορισμός
Η πράξη του να γιορτάζεις κάτι, συνήθως με χαρά και ευθυμία.
Μια ειδική ημέρα ή περίοδος που σηματοδοτεί ένα σημαντικό γεγονός ή επέτειο.
2
Παραδείγματα
Ο εορτασμός της επετείου του γάμου τους ήταν πολύ ζωηρός.
Οι εορτασμοί για την Πρωτοχρονιά συχνά περιλαμβάνουν πυροτεχνήματα.
2