1. Συνώνυμα
    • γιορτινός
    • εορτής
    • χαρούμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • καθημερινός
    • μελαγχολικός
    • συνήθης
    3
  3. Ορισμός
    • που σχετίζεται με γιορτή ή εορτή
    • που χαρακτηρίζεται από χαρά και ευθυμία
    • που είναι κατάλληλος για γιορτή
    3
  4. Παραδείγματα
    • Φόρεσε ένα εορταστικό φόρεμα για το πάρτι.
    • Η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική με μουσική και χορό.
    • Οι εορταστικές εκδηλώσεις διήρκεσαν όλη τη νύχτα.
    3