Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εορταστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εορτασμός
-
αστικός
-
φανταστικός
-
σπαστικός
-
εθιστικός
-
πλαστικός
-
βιαστικός
-
δραστικός
-
δικαστικός
-
ελκυστικός
-
περαστικός
-
εγωιστικός
)
Συνώνυμα
γιορτινός
εορτής
χαρούμενος
3
Αντώνυμα
καθημερινός
μελαγχολικός
συνήθης
3
Ορισμός
που σχετίζεται με γιορτή ή εορτή
που χαρακτηρίζεται από χαρά και ευθυμία
που είναι κατάλληλος για γιορτή
3
Παραδείγματα
Φόρεσε ένα εορταστικό φόρεμα για το πάρτι.
Η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική με μουσική και χορό.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις διήρκεσαν όλη τη νύχτα.
3