1. Λέξη
    επέμβω (ρήμα) - (παρόμοια: επέμβαση - επέμβαινω)
  2. Συνώνυμα
    • παρεμβαίνω
    • επιδράω
    • παρενοχλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • απέχω
    • αποσύρομαι
    • αδιαφορώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να παρεμβαίνω σε μια κατάσταση ή γεγονός, συνήθως με σκοπό να αλλάξω ή να επηρεάσω την έκβασή του.
    • Να ανακατεύομαι σε θέματα που δεν με αφορούν άμεσα.
    • Να παρενοχλώ ή να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία ή τις ενέργειές μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος επενέβη για να σταματήσει τη διαμάχη μεταξύ των μαθητών.
    • Η κυβέρνηση επενέβη για να ρυθμίσει τις τιμές των βασικών αγαθών.
    • Μην επεμβαίνεις σε θέματα που δεν σε αφορούν.
    3