Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επέμβω (ρήμα) - (παρόμοια:
επέμβαση
-
επέμβαινω
)
Συνώνυμα
παρεμβαίνω
επιδράω
παρενοχλώ
3
Αντώνυμα
απέχω
αποσύρομαι
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Να παρεμβαίνω σε μια κατάσταση ή γεγονός, συνήθως με σκοπό να αλλάξω ή να επηρεάσω την έκβασή του.
Να ανακατεύομαι σε θέματα που δεν με αφορούν άμεσα.
Να παρενοχλώ ή να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία ή τις ενέργειές μου.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος επενέβη για να σταματήσει τη διαμάχη μεταξύ των μαθητών.
Η κυβέρνηση επενέβη για να ρυθμίσει τις τιμές των βασικών αγαθών.
Μην επεμβαίνεις σε θέματα που δεν σε αφορούν.
3