1. Λέξη
    επέμβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επέμβαινω - επέμβω - επέκταση - παρέμβαση - επιβίβαση)
  2. Συνώνυμα
    • παρέμβαση
    • ανάμειξη
    • ενέργεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχή
    • αδιαφορία
    • αμέλεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια της παρέμβασης σε μια κατάσταση ή γεγονός, συνήθως με σκοπό την επίλυση ενός προβλήματος ή την αλλαγή μιας κατάστασης.
    • Η ιατρική πράξη κατά την οποία πραγματοποιείται χειρουργική επέμβαση σε έναν ασθενή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυβέρνηση αποφάσισε την επέμβαση για να σταματήσει την κρίση.
    • Ο γιατρός πρότεινε να γίνει επέμβαση για να αντιμετωπιστεί η πάθηση.
    2