Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επέμβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επέμβαινω
-
επέμβω
-
επέκταση
-
παρέμβαση
-
επιβίβαση
)
Συνώνυμα
παρέμβαση
ανάμειξη
ενέργεια
3
Αντώνυμα
αποχή
αδιαφορία
αμέλεια
3
Ορισμός
Η ενέργεια της παρέμβασης σε μια κατάσταση ή γεγονός, συνήθως με σκοπό την επίλυση ενός προβλήματος ή την αλλαγή μιας κατάστασης.
Η ιατρική πράξη κατά την οποία πραγματοποιείται χειρουργική επέμβαση σε έναν ασθενή.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση αποφάσισε την επέμβαση για να σταματήσει την κρίση.
Ο γιατρός πρότεινε να γίνει επέμβαση για να αντιμετωπιστεί η πάθηση.
2