Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επανάληψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάληψη
)
Συνώνυμα
επαναλαμβανόμενο
επαναλαμβανόμενη ενέργεια
επαναλαμβανόμενο γεγονός
3
Αντώνυμα
μοναδικότητα
ασυνήθεια
πρωτοτυπία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω, δηλαδή η εκ νέου εκτέλεση μιας διαδικασίας ή ενέργειας.
Στη γραμματική, η χρήση της ίδιας λέξης ή φράσης πολλές φορές για έμφαση ή ρυθμικό αποτέλεσμα.
Στη μουσική, η εκ νέου εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού ή τμήματος αυτού.
3
Παραδείγματα
Η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης.
Στο τραγούδι, η επανάληψη του ρεφρέν δημιουργεί μια ευχάριστη μουσική εμπειρία.
Η επανάληψη της άσκησης βοηθά στη βελτίωση των δεξιοτήτων.
3