1. Λέξη
    επεξεργασία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επεξεργαστής - εργασία - επεξεργάζομαι - συνεργασία)
  2. Συνώνυμα
    • διόρθωση
    • τροποποίηση
    • αναθεώρηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμεταβλητότητα
    • παρουσίαση
    • αρχική έκδοση
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία αλλαγής ή βελτίωσης ενός κειμένου ή ενός έργου.
    • Η ενέργεια της διόρθωσης λαθών ή ατέλειες σε ένα έγγραφο ή ένα προϊόν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επεξεργασία του κειμένου πήρε πολλές ώρες.
    • Μετά την επεξεργασία, το άρθρο έγινε πιο σαφές.
    2