1. Λέξη
    επεξεργάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εργάζομαι - συνεργάζομαι - επεξεργασία - επηρεάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διαμορφώνω
    • εξετάζω
    • αναλύω
    • επεξεργάζομαι
    • επεξεργάζω
    5
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραλείπω
    • αφήνω αμετάβλητο
    3
  4. Ορισμός
    • Να επεξεργάζομαι κάτι σημαίνει να το μετασχηματίζω ή να το βελτιώνω μέσω μιας διαδικασίας.
    • Να επεξεργάζομαι δεδομένα σημαίνει να τα αναλύω και να τα οργανώνω για να αποκτήσω χρήσιμες πληροφορίες.
    • Να επεξεργάζομαι μια ιδέα σημαίνει να την αναπτύσσω και να την εξετάζω σε βάθος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο προγραμματιστής επεξεργάζεται τα δεδομένα για να δημιουργήσει μια αναφορά.
    • Η συγγραφέας επεξεργάζεται το χειρόγραφο πριν το υποβάλει για έκδοση.
    • Ο καλλιτέχνης επεξεργάζεται το σχέδιο του για να το κάνει πιο λεπτομερές.
    3