1. Λέξη
    επιδρώ (ρήμα) - (παρόμοια: επιδρομή - επιδρομέας)
  2. Συνώνυμα
    • ενεργώ
    • επιδρά
    • επηρεάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανώ
    • αμέλγω
    2
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μια ενέργεια ή δράση που έχει ορατά ή αόρατα αποτελέσματα.
    • Επηρεάζω κάτι ή κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φάρμακο επιδρά γρήγορα στον οργανισμό.
    • Ο καιρός μπορεί να επιδράσει στην διάθεση των ανθρώπων.
    2