Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιδρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επιδρομή
-
επιδρομέας
)
Συνώνυμα
ενεργώ
επιδρά
επηρεάζω
3
Αντώνυμα
αδρανώ
αμέλγω
2
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ή δράση που έχει ορατά ή αόρατα αποτελέσματα.
Επηρεάζω κάτι ή κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Το φάρμακο επιδρά γρήγορα στον οργανισμό.
Ο καιρός μπορεί να επιδράσει στην διάθεση των ανθρώπων.
2