Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιδρομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιδρομή
-
δρομέας
-
επιδρώ
-
καταδρομέας
)
Συνώνυμα
εισβολέας
εχθρός
προσβολέας
3
Αντώνυμα
υπερασπιστής
προστάτης
2
Ορισμός
Πρόσωπο ή ομάδα που επιτίθεται ξαφνικά και βίαια σε κάποιον ή κάτι.
Στρατιωτική μονάδα που πραγματοποιεί γρήγορη και αιφνιδιαστική επίθεση.
2
Παραδείγματα
Οι επιδρομείς εισέβαλαν στο χωριό τα ξημερώματα.
Η αστυνομία συνέλαβε τους επιδρομείς που λήστεψαν την τράπεζα.
2