1. Λέξη
    επιδρομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιδρομή - δρομέας - επιδρώ - καταδρομέας)
  2. Συνώνυμα
    • εισβολέας
    • εχθρός
    • προσβολέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπερασπιστής
    • προστάτης
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο ή ομάδα που επιτίθεται ξαφνικά και βίαια σε κάποιον ή κάτι.
    • Στρατιωτική μονάδα που πραγματοποιεί γρήγορη και αιφνιδιαστική επίθεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι επιδρομείς εισέβαλαν στο χωριό τα ξημερώματα.
    • Η αστυνομία συνέλαβε τους επιδρομείς που λήστεψαν την τράπεζα.
    2